- εξατάξιος
- -α, -οπου έχει έξι τάξεις ή που έχει έξι δασκάλους (πρβλ. μονοτάξιος, τριτάξιος κτλ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξατάξιος — α, ο (για σχολείο) αυτός που περιλαμβάνει έξι τάξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + τάξις. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek